Παναγιωτοπούλου Στέλλα
Καλαμαρά Παρή
Κουμτζή Μαρία
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
22/03/2017
Διάρκεια
64:42
Εκδήλωση
Ιστορίες των χρωμάτων
Χώρος
Dépôt Art Gallery
Διοργάνωση
Dépôt Art Gallery
Κατηγορία
Τέχνες / Πολιτισμός, Αρχαιολογία
Ετικέτες
Ιστορίες των χρωμάτων, χρώματα, κόκκινο, πορφύρα, Βυζάντιο, ύφασμα, βαφή
Στον κύκλο συναντήσεων "Ιστορίες των Χρωμάτων", με αφορμή ένα χρώμα ανιχνεύονται οι διαδρομές των χρωμάτων στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας και στον ευρύτερο πολιτισμικό χώρο του ελληνισμού.
Προσκεκλημένοι είναι καλλιτέχνες και ειδικοί από διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Στόχος των συναντήσεων είναι η διέγερση και η διεύρυνση της αντίληψης, προσεγγίζοντας τα χρώματα από πολλούς διαφορετικούς δρόμους.
Ούλτραμαρίν, ώχρες, χονδροκόκκινο, πορφύρα, ίντιγκο, βερμιγιόν, κίτρινο καδμίου, πράσινη γη… Ονόματα εξωτικά χρωστικών ουσιών που έχουν πίσω τους ιστορία αιώνων.
Τα χρώματα μαγευτικά και αισθησιακά από τη φύση τους κουβαλούν μύθους και ιστορίες.
Ως αντικείμενο μελέτης ωστόσο παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες.
Η φύση των χρωμάτων είναι αλληλένδετη με το φως και άρα είναι αντικείμενο της φυσικής. Σε επίπεδο φυσιολογίας η αντίληψη του χρώματος είναι υποκειμενική, σύνθεση του ανθρώπινου εγκεφάλου σε συνεργασία με τον μηχανισμό της όρασης και έτσι εμπίπτει στις αρμοδιότητες των επιστημών του εγκεφάλου. Από μια άλλη σκοπιά η αντίληψη του χρώματος σε μια κοινωνία είναι αποτέλεσμα συμβάσεως και χωρίς σταθερή διαπολιτισμική αξία και η μελέτη της εμπίπτει στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Και φυσικά τα χρώματα είναι αλληλένδετα με τη τέχνη και την ιστορία της.
Τα χρώματα διαπερνούν όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής και γι’ αυτό η ιστορία του χρώματος είναι ένα θέμα πολύ ευρύτερο από την ιστορία της ζωγραφικής.
Για όλους αυτούς τους λόγους αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, ιστορικοί και ιστορικοί τέχνης, φυσικοί, χημικοί, αρχαιολόγοι, γεωλόγοι βρίσκονται αενάως αντιμέτωποι με τη πρόκληση και τη γοητεία των χρωμάτων.
Βαμμένα κόκκινα υφάσματα
Στην τρίτη συνάντηση του κύκλου ομιλητές ήταν η Έφορος Αρχαιοτήτων Εύβοιας, Παρή Καλαμαρά με θέμα "Τα χρώματα των βυζαντινών υφασμάτων: πολύτιμα και μη" και η συντηρήτρια αρχαιοτήτων και έργων τέχνης με ειδικότητα στο ύφασμα, Μαρία Κουμτζή με θέμα "Οι αποχρώσεις της πορφύρας στην αρχαιότητα". Την εκδήλωση ανοίγει η Στέλλα Παναγιωτοπούλου με θέμα "Υφάσματα, βαφές και οι κοινότητες των χρωμάτων". Η βαφική τέχνη ήταν γνωστή στους κατοίκους του Αιγαίου από τους προϊστορικούς χρόνους. Ποιες ήταν οι βαφές για τα κόκκινα που χρησιμοποιούντο; Αναφορά στην υφαντουργία της δυτικής Ευρώπης τον Μεσαίωνα που ισχυροποιούσε τις συντεχνίες τις σχετικές με το ύφασμα όπως ήταν οι βαφείς. Οι κανόνες για το ποιος είχε το δικαίωμα βαφής με ερυθρόδανο (ριζάρι-κόκκινο) ή με ισάτιδα (μπλε) ή ποιος είχε το δικαίωμα στη χρήση του νερού (για τη βαφή υφασμάτων) ήταν λεπτομερείς και αναλυτικοί στις πόλεις του Μεσαίωνα σύμφωνα με τον ιστορικό του χρώματος Μισέλ Παστουρώ και είχε σχέση με τις αντιλήψεις της Βιβλικής κουλτούρας για τη τάξη των πραγμάτων. Αναφορά στη παραγωγή και εμπορία κόκκινων νημάτων στη Θεσσαλία (Αμπελάκια) του 18ου και 19ου αιώνα και στην εξαγωγή τους στη κεντρική Ευρώπη.
Στη συνέχεια, ακολουθεί η Παρή Καλαμαρά, η οποία αναλύει τα χρώματα των βυζαντινών υφασμάτων και την πολυτιμότητά τους.
Τέλος, η Μαρία Κουμτζή, αναφέρει για τις αποχρώσεις της πορφύρας στην αρχαιότητα:
Η πορφύρα, γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων ως βασιλική βαφή, ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη βαφή της αρχαιότητας. Η λέξη πορφύρα, προέρχεται από το Ομηρικό ρήμα φύρω, που σημαίνει «αναμειγνύω κάποια ξηρά ουσία με υγρή», ραντίζω, βρέχω, ανακατεύω, βάφω, διεργασίες που παραπέμπουν στην πορεία εξαγωγής και χρήσης της πορφύρας. Το πορφυρένιο ύφασμα, με το χαρακτηριστικό ανεξίτηλο χρώμα του, ήταν πανάκριβο αγαθό στην αρχαιότητα και ισοδυναμούσε με την αξία του βάρους του σε ασήμι ή σε πολύτιμους λίθους. Ήταν συνώνυμο της απόλυτης πολυτέλειας και της χλιδής. Το κάθε όστρακο έδινε μόνο μια σταγόνα χρωστικής ουσίας. Συγκεκριμένα, από 12.000 κογχύλια μπορούσαν να παραχθούν ελάχιστα γραμμάρια βαφής ικανά να βάψουν ένα μόνο ύφασμα.
Η πολυφωνία του χρώματος προκύπτει ανάλογα με την αραίωση του διαλύματος και το συνδυασμό κογχυλιών που παράγουν διαφορετικό χρώμα πορφύρας, ανάλογα με την περιοχή προέλευσής τους. Έτσι βρίσκουμε πολλούς τόνους από τους πιο ανοιχτούς κόκκινους μέχρι τους πιο σκούρους ιώδεις. Τη συναντάμε σε όλη τη Μεσόγειο καθώς και στο Μεξικό, στον Ειρηνικό και Ατλαντικό Ωκεανό, στα νησιά της Μ. Βρετανίας, στην Ιαπωνία, στη Σκανδιναβία.
Πήρε το πτυχίο της και το μεταπτυχιακό της στην Ιστορία και τη Κοινωνιολογία από το London School of Economics.
Αφού δίδαξε δώδεκα χρόνια Κοινωνιολογία και Πολιτική σε αγγλόφωνα κολλέγια στην Αθήνα μπήκε στη δημοσιογραφία όπου είχε ως ειδικό αντικείμενο την Υγεία αλλά και το Σώμα τα οποία προσέγγισε τόσο από την οπτική των θετικών επιστημών όσο και από την οπτική των Πολιτισμικών Σπουδών.
Ανασχεδίασε και ήταν αρχισυντάκτρια του περιοδικού Healthy Way (ένθετο στην οικον. εφημερίδα Εξπρές) από το 2006 έως το 2009.
Ήταν Συντονίστρια των Διεθνών Επιστημονικών Επιτροπών των συνεδρίων «1ο Παγκόσμιο Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών» (3-5 Ιουλίου 2008) και «Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών» (25-27 Ιουνίου 2009) στα πλαίσια του Συνεδριακού Κύκλου «Ελλάδα στον Κόσμο» που είχε τότε διοργανώσει ο Δήμος Αθηναίων.
Από το 2011 ασχολείται και με τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ ως ερευνήτρια και σεναριογράφος.
Έχει εκδώσει δυο μυθιστορήματα στις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Η Παρή Καλαμαρά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, στον τομέα «Ιστορία και πολιτισμοί», με θέμα «Το ενδυματολογικό σύστημα στο Βυζάντιο από τον 4ο έως και τον 11ο αι.». Από το 1988 εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού, στον τομέα της προστασίας και της ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σήμερα, διατελεί διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Εύβοιας. Έχει, επίσης, εργαστεί ως λέκτορας βυζαντινής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ως σύμβουλος καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Το ερευνητικό της έργο εστιάζει στο βυζαντινό ένδυμα και ύφασμα, σε ζητήματα βυζαντινής αρχαιολογίας των περιοχών όπου εργάστηκε (Μεσσηνία, Λακωνία, Εύβοια, Βοιωτία), αλλά και σε θέματα μουσειολογίας. Παιδικό βιβλίο της για τα βυζαντινά υφάσματα, έλαβε το 1ο Κρατικό Βραβείο παιδικού βιβλίου γνώσης το 2003.
Η Μαρία Κουμτζή είναι Πτυχιούχος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Τ.Ε.Ι. Αθήνας, με ειδικότητα στη Συντήρηση Υφάσματος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ.
Εργάστηκε από το 2007 έως το 2013 στη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων ως συντηρήτρια υφάσματος για τις ανάγκες της υπηρεσίας, αλλά και για τα πρώην βασιλικά κειμήλια του Τατοϊου. Το 2010 εργάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης πάνω στη συντήρηση μεταλλικών αντικειμένων.
Το 2011 είχε μια δίμηνη συνεργασία με το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Λάρισας για την προετοιμασία έκθεσης και την κατασκευή ομοιωμάτων πάνω στα οποία προσαρμόστηκαν παραδοσιακές φορεσιές από τη συλλογή του μουσείου.
Εργάστηκε κατά το χρονικό διάστημα 12/05/2014 - 10/12/2015 στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης ως Συντηρήτρια Υφάσματος, στην ίδια υπηρεσία όπου εργάζεται και σήμερα για τη συντήρηση και προετοιμασία των υφασμάτινων μουσειακών αντικειμένων για έκθεση στο νέο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης.
Έχιε απασχοληθεί στο ι.Ι.Ε.Κ ΠΕΤΡΑ, ως διδάσκουσα για το μάθημα Γενικές Αρχές Συντήρησης Υφάσματος, για δύο εκπαιδευτικά εξάμηνα.