



































Ρέτσος Γιάννης
Βέττας Νίκος
Μάνος Ιωάννης
Ντεμιάν Ηλίας
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
17/06/2025
Διάρκεια
00:51:10
Εκδήλωση
Παρουσίαση της μελέτης «Επίδραση της κλιματικής αλλαγής σε τομείς της ελληνικής οικονομίας»
Χώρος
Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών
Διοργάνωση
Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)
Κατηγορία
Οικονομία, Περιβάλλον
Ετικέτες
ελληνική οικονομία, κλιματική αλλαγή, ανθεκτικότητα, θέσεις εργασίας, τουρισμός, επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, πρωτογενής τομέας, αγροτική παραγωγή, βιωσιμότητα, επισιτιστική ασφάλεια, ακραία καιρικά φαινόμενα, αύξηση τιμών, βασικά αγαθά, εκσυγχρονισμός της παραγωγής, ανταγωνιστικότητα, βιομηχανία, πράσινη μετάβαση, δίκαιη μετάβαση, χρηματοπιστωτικός τομέας, χρηματοδότηση, φυσικές καταστροφές, επιχειρηματικότητα, ενεργειακή αποδοτικότητα, σύστημα Υγείας, ηλεκτροκίνηση, Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οικοκαινοτομία
Τα βασικά ευρήματα δέσμης μελετών του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – ΙΟΒΕ για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία με τίτλο: «Eκτίμηση των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής σε επιλεγμένους τομείς υψηλής σημασίας για την Ελληνική οικονομία» παρουσιάστηκαν στις 17 Ιουνίου 2025 στο πλαίσιο ειδικής εκδήλωσης.
Το ΙΟΒΕ εκπόνησε τις μελέτες με την υποστήριξη της Πρωτοβουλίας ’21*, στην οποία συμμετέχουν τα σημαντικότερα κοινωφελή Ιδρύματα του τόπου και η Εθνική Τράπεζα, και με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου και του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση. Στο έργο συνέβαλαν το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος και η εταιρεία Accenture. Οι αναλύσεις και τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται αντανακλούν την ανεξάρτητη ερευνητική προσέγγιση του ΙΟΒΕ.
Οι μελέτες τεκμηριώνουν ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί πρόκληση με σημαντικές επιπτώσεις στην παραγωγή, την κατανάλωση, τις επενδύσεις και την απασχόληση. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας ποσοτικά σενάρια και τομεακές αναλύσεις, το ΙΟΒΕ παρουσιάζει ένα στρατηγικό πλαίσιο δράσης για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Έως και €16 δισεκ. απώλεια εισοδήματος και 327 χιλ. θέσεις εργασίας το ακραίο σενάριο για τα νοικοκυριά
Οι δυνητικές επιπτώσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά είναι πολλαπλές: μείωση διαθέσιμου εισοδήματος, αύξηση ανελαστικών δαπανών, ενίσχυση της ενεργειακής φτώχειας, και μετατόπιση της κατανάλωσης σε άλλους κλάδους.
Στο ακραίο κλιματικό σενάριο, μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 10% και αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες δύνανται να περιορίσουν το ΑΕΠ κατά €16 δισεκ. ετησίως, με εκτιμώμενη απώλεια 327 χιλ. θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Ο τουρισμός επηρεάζεται από τη θερμική δυσφορία – αλλά η επέκταση της περιόδου δημιουργεί ευκαιρίες
Ο τουριστικός τομέας αποτελεί έναν από τους πλέον στρατηγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας κατά περίπου 18% στο ΑΕΠ της χώρας και δημιουργώντας περισσότερες από 800 χιλ. άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις αλληλεπιδράσεις του με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Με δεδομένο πως η θερινή αιχμή σε παραδοσιακούς προορισμούς αναμένεται να συρρικνωθεί λόγω ακραίων θερμοκρασιών, η μελέτη εκτιμά πιθανές απώλειες μέχρι και €2,2 δισεκ. και απώλεια 38 χιλ. θέσεων πλήρους απασχόλησης ετησίως. Ωστόσο, μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου και ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού, είναι εφικτή η αντιστάθμιση των απωλειών και μια οριακή αύξηση του ΑΕΠ κατά €228 εκατ. και 6,6 χιλ. νέες θέσεις εργασίας ετησίως.
Στον πρωτογενή τομέα, η κλιματική αλλαγή απειλεί τη βιωσιμότητα και την επισιτιστική ασφάλεια
Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, με ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της περιφέρειας και την κοινωνική συνοχή. Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) του τομέα ανέρχεται σε περίπου €7,4 δισεκ., με βασική πηγή την παραγωγή φυτικών και ζωικών προϊόντων.
Ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως η κακοκαιρία Daniel, μπορούν να προκαλέσουν απώλειες άνω των €1,4 δισεκ. στην τριετία και απώλεια 58 χιλ. θέσεων εργασίας. Επιπλέον, έως και το 10% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ενδέχεται να μην επιστρέψουν στην παραγωγή.
Η απώλεια παραγωγικής ικανότητας, ιδίως σε στρατηγικής σημασίας περιοχές όπως η Θεσσαλία, επηρεάζει άμεσα την εθνική διατροφική επάρκεια, ενισχύοντας την εξάρτηση από εισαγωγές και δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές βασικών αγαθών.
Ωστόσο, η αποτελεσματική προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν περιορίζεται στην αποτροπή ζημιών, αλλά μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός αναπτυξιακής προοπτικής, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, τη διαφοροποίηση του εισοδήματος και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα.
Σημαντικά οφέλη από την πράσινη μετάβαση στη βιομηχανία
Η βιομηχανία, αν και εξακολουθεί να υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, παραμένει βασικός μοχλός παραγωγής και απασχόλησης. Το 2023 το μερίδιό της στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) ανήλθε σε 15% (€30,2 δισεκ.), έναντι 14% το 2015, ενώ η απασχόληση στον κλάδο διαμορφώθηκε στα 479 χιλ. άτομα (9,5% της συνολικής απασχόλησης).
Η σχετική μελέτη τεκμηριώνει ότι υπό συνθήκες επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης, το ΑΕΠ μπορεί να ενισχυθεί κατά €2,4 δισεκ. ετησίως και να δημιουργηθούν έως 25,2 χιλ. θέσεις εργασίας. Η αναπτυξιακή προοπτική εκτείνεται και σε περιοχές Δίκαιης Μετάβασης, όπως η Δυτική Μακεδονία.
Κενά και ευκαιρίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα για την ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας εκτίθεται τόσο σε φυσικό κίνδυνο, όσο και σε κίνδυνο μετάβασης λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Η μελέτη αναδεικνύει σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην κλιματική αλλαγή.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το 91% των δανείων των ελληνικών συστημικών τραπεζών αφορά σε κλάδους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ωστόσο, κατά μέσο όρο, μόνο το 1,9% των περιουσιακών στοιχείων είναι ευθυγραμμισμένο με την Ευρωπαϊκή Ταξινομία. Παράλληλα, περίπου το 7% των χορηγήσεων αφορά σε επενδύσεις που εκτίθενται σε οξύ φυσικό κίνδυνο.
Η περιορισμένη διαθεσιμότητα δεδομένων, η έλλειψη προσαρμοσμένων εργαλείων αξιολόγησης και η υποεκτίμηση του φυσικού κινδύνου σε τραπεζικούς και ασφαλιστικούς δείκτες, περιορίζουν την αποτελεσματική ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στις αποφάσεις χρηματοδότησης.
Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο σημαντικό ασφαλιστικό κενό έναντι φυσικών καταστροφών.
Παρά την αύξηση της προσφοράς προϊόντων, η ασφαλιστική κάλυψη παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, ειδικά στον αγροτικό τομέα και σε περιοχές υψηλού κινδύνου με μόλις το 3% των συνολικών ζημιών να καλύπτεται μέσω ιδιωτικής ασφάλισης – ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΕΟΧ (21%).
Οριζόντιες πολιτικές για προσαρμογή και ανθεκτικότητα
Η έκθεση καταλήγει σε ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο δράσης με τομεακές προτάσεις για πολιτικές προσαρμογής, επενδυτικές κατευθύνσεις, χρηματοδοτικά εργαλεία και θεσμικές παρεμβάσεις.
Έμφαση δίδεται στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της οικοκαινοτομίας, στην ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην αποτελεσματικότερη/καλύτερη διακυβέρνηση της προσαρμογής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΟΒΕ προτείνει δέσμη προτάσεων πολιτικής, οι οποίες συνοψίζονται:
• Προστασία των νοικοκυριών – απαραίτητες επενδύσεις στην ενεργειακή αποδοτικότητα, στην προσαρμογή του συστήματος υγείας και στη βελτίωση του δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς με έμφαση στην ηλεκτροκίνηση.
• Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού περιορίζουν τις απώλειες από την πτώση της θερινής ζήτησης, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
• Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του πρωτογενούς τομέα και η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών που βελτιώνουν την απορρόφηση άνθρακα περιορίζουν τις απώλειες από την κλιματική αλλαγή, προστατεύουν τη διατροφική επάρκεια και στηρίζουν το αγροτικό εισόδημα, με αξιοποίηση της τεχνολογίας και καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων.
• Η ενίσχυση της βιομηχανίας μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις σε υποδομές, τεχνολογία και δεξιότητες επιταχύνει την πράσινη μετάβαση, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και στηρίζει τη στρατηγική αυτονομία της ελληνικής οικονομίας.
• Η ενίσχυση της οικοκαινοτομίας μπορεί να παρέχει λύσεις απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Η σύνδεση με την επιχειρηματικότητα ενισχύει τη βιώσιμη ανάπτυξη δημιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης και επενδύσεων.
• Η αποτελεσματική ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι αναγκαία για τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα και τη διοχέτευση πόρων προς την πράσινη μετάβαση. Απαιτείται συνδυασμός ρυθμιστικής σαφήνειας, ενίσχυσης της τεχνογνωσίας και ενεργοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων.
*Εθνική Τράπεζα, Ίδρυμα Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη, Ίδρυμα Ευγενίδου, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη, Ίδρυμα Καπετάν Βασίλη & Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου, Κοινωφελές Ίδρυμα Κοινωνικού & Πολιτιστικού Έργου (ΚΙΚΠΕ), Ίδρυμα Λαμπράκη, Κοινωφελές Ίδρυμα Αθανάσιος Κ. Λασκαρίδης, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ.Λάτση, Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, Ίδρυμα Αθηνάς Ι. Μαρτίνου, Ίδρυμα Μποδοσάκη, Κοινωφελές Ίδρυμα Μιχαήλ Ν.Στασινόπουλος-ΒΙΟΧΑΛΚΟ, Κοινωφελές Ίδρυμα Μαρία Τσάκος – Διεθνές Κέντρο Ναυτικής Έρευνας και Παράδοσης, Ίδρυμα Ωνάση.
Ο Γιάννης Ρέτσος είναι Πρόεδρος Δ.Σ. του ΙΟΒΕ και CEO των Electra Hotels & Resorts. Διετέλεσε Πρόεδρος του Σ.Ε.Τ.Ε., του οποίου εξελέγη για πρώτη φορά μέλος του Δ.Σ. το 2002. Προηγουμένως, είχε την πρώτη του επαφή με τον ΣΕΤΕ στην “εφηβική ομάδα”, στο Σύνδεσμο Ιδεών και Δράσης, μια ιδέα του Σπύρου Κοκοτού και της ηγετικής ομάδας του ΣΕΤΕ, που έδωσε τη δυνατότητα σε νεαρά μέλη που είχαν ένα δυναμισμό και τους άρεσε η εμπλοκή με τα κοινά να αποκτήσουν τις πρώτες τους εμπειρίες, λειτουργώντας επικουρικά στους μεγάλους με τις ιδέες και τις δράσεις τους. Όταν εξελέγη μέλος του Δ.Σ. του ΣΕΤΕ, το 2002, ήταν ήδη γ.γ. στην Ένωση Ξενοδόχων Αθήνας- Αττικής.
Από το 2011 έως το 2017 ήταν πρόεδρος στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων. Ως πρόεδρος της ΕΞΑ, από το 2009 έως το 2012, κατάφερε να γίνει πράξη το όνειρο για διεύρυνση της ΕΞΑ σε Ένωση Ξενοδόχων Αθήνας-Αττικής και Αργοσαρωνικού, καθώς έτσι αναδείχθηκε το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας και η γειτνίαση με τα νησιά του Αργοσαρωνικού, επ' ωφελεία όλης της περιοχής και των επαγγελματιών του τουρισμού.
Γενικός διευθυντής στο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών από το 2013. Καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 2003, όπου έχει υπηρετήσει ως Πρόεδρος του Τμήματος Οικovoμικής Επιστήμης και μέλος του Συμβουλίου του Ιδρύματος. Kάτοχος διδακτορικού από το University of Pennsylvania, ΗΠΑ. Έχει εργαστεί ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Duke University στις ΗΠΑ και Επισκέπτης Καθηγητής στο ΙNSEAD στη Γαλλία και τη Σιγκαπούρη. Είναι Associate Editor του International Journal of Industrial Organization, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του European Association for Research in Industrial Economics και Ερευνητικός Εταίρος στο Centre for Economic Policy Research του Λονδίνου, ενώ έχει υπάρξει Associate Editor του Journal of the European Economic Association και του Journal of Industrial Economics. Έχει υπηρετήσει ως τακτικό μέλος της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού και μέλος του European Advisory Group for Competition Policy της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού. Έχει δημοσιεύσεις στο International Economic Review, European Economic Review, Rand Journal of Economics, Review of Economic Studies και άλλα κορυφαία επιστημονικά περιοδικά. Συνδιοργανωτής από το 2002 του Conference for Research on Economic Theory and Econometrics και εκ των επιμελητών του Beyond Austerity (MIT Press, 2017) - Πέρα από τη Λιτότητα (ΠΕΚ, 2017). Αναπληρωτής Πρόεδρος της Επιτροπής Αναπτυξιακού Σχεδίου («Επιτροπής Πισσαρίδη») για την Ελληνική Οικονομία, 2020.
Ο Ιωάννης Μάνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στα πανεπιστήμια -διαδοχικά- των Παρισίων, Βρυξελλών και Γενεύης. Έχει πάρει δίπλωμα DES (Diplome d’ Etudes Superieures) στο Δημόσιο Δίκαιο και είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών με διατριβή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Υπήρξε αντιπρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών της Νομικής Σχολής Αθηνών, ειδικός γραμματέας της Διοικούσας Επιτροπής Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών (ΔΕΣΠΑ) και αντιπρόεδρος της ΕΦΕΕ, ενώ το 1966 ο Γεώργιος Παπανδρέου τον όρισε Γραμματέα στην ΕΔΗΝ. Για την δράση του αυτή διώχθηκε και φυλακίστηκε. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πήρε πολιτικό άσυλο στην Ελβετία.
Από το 1969 έως το 1974 εργάσθηκε ως εντεταλμένος διδασκαλίας και ερευνών στο Συνταγματικό Ελβετικό Δίκαιο, το Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο και τη Γενική Θεωρία του Κράτους στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης.
Συνεργάτης του καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου, διετέλεσε από το 1974 μέχρι το 1994 σύμβουλος Διοίκησης στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όπου ασχολήθηκε με θέματα εκπαιδευτικά, διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, οργανωτικά, χρηματοπιστωτικά, διεθνών σχέσεων, καθώς και με θέματα του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).
Το 1994 εξελέγη Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών και υπήρξε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας και «Officer» του «Global Network of Banking Associations».
Aπό τον Ιούλιο του 2000 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2002 διετέλεσε πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος της Γενικής Τραπέζης της Ελλάδος. Διετέλεσε Πρόεδρος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Σήμερα, είναι Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας και Συντονιστής της «Πρωτοβουλίας 1821-2021».
Ως ερευνητής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – ΙΟΒΕ (2009-2022) και επικεφαλής της μονάδας περιβαλλοντικών οικονομικών (2023-) έχει συμμετάσχει σε πληθώρα ερευνών σχετικών με θέματα μικροοικονομικής ανάλυσης & πολιτικής και οικονομικών του περιβάλλοντος. Την περίοδο 2018-2022 διαχειρίστηκε έργα που σχετίζονται με τα περιβαλλοντικά οικονομικά στα οποία συμμετείχε το ΙΟΒΕ ως μέλος του Climate KIC Ελλάδος. Παράλληλα, είναι συντονιστής της εξωτερικής ομάδας παρακολούθησης του ευρωπαϊκού προγράμματος LIFE για την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Βουλγαρία για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχει συνεργασθεί με διεθνείς οργανισμούς (UNEP, ΙΜΟ) σε έρευνες σχετικές με τη βιοποικιλότητα στην παράκτια ζώνη, την κυκλική οικονομία, και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Είναι περιβαλλοντολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα περιβαλλοντικής διαχείρισης και πολιτικής (Lund University, Σουηδία) και εφαρμοσμένων οικονομικών (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών).