









































































































Γιαννακός Κωνσταντίνος
Γιαννόπουλος Θεόδωρος
Μπάκας Σπυρίδων
Μπέλλας Ιωάννης
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
21/11/2024
Διάρκεια
01:04:46
Εκδήλωση
3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας
Χώρος
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Διοργάνωση
Εταιρεία Διερεύνησης Αρχαιοελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας (ΕΔΑΒΥΤ)
NOESIS
Κατηγορία
Αρχαιολογία, Τεχνολογία
Ετικέτες
αρχαία ελληνική τεχνολογία, βυζαντινή τεχνολογία, οικοδομική, γεωτεχνική, μηχανολογία, μετρητικοί μηχανισμοί, στρατιωτική τεχνολογία, τεχνολογία, Τροία VI, μυκηναϊκή οικοδομική τεχνολογία, μυκηναϊκή αμυντική τεχνολογία, Ξίφη Naue II, μυκηναϊκό ανάκτορο, Μυκηναϊκή Αχαΐα, ταφές πολεμιστών, Λαοί της Θαλάσσης, πανοπλία, μάχη, οπλισμός, Εποχή του Χαλκού, τόξο, βέλη, φαρέτρα, αιχμές, παλίντονο
Η Εταιρεία Διερεύνησης της Αρχαιοελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας (ΕΔΑΒυΤ) και το NOESIS – Κέντρο Διάδοσης Επιστημών & Μουσείο Τεχνολογίας διοργάνωσαν το 3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας, στις 19-21 Νοεμβρίου 2024, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Στόχος του Συνεδρίου ήταν η παρουσίαση επιστημονικών εργασιών που αφορούν την Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία από τις απαρχές μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους και η ανάδειξη των πρόσφατων πορισμάτων της διεθνούς επιστημονικής έρευνας σ’ αυτόν τον τομέα.
Το Συνέδριο απευθύνεται σε Αρχαιολόγους, Ιστορικούς, Μηχανικούς, Χημικούς, Τεχνολόγους και άλλους επιστήμονες και εκπαιδευτικούς, από Ελληνικά και ξένα Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα και Υπηρεσίες, που ασχολούνται με την έρευνα και την μελέτη της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας.
10η Συνεδρία: Στρατιωτική τεχνολογία
Γιαννακός Κωνσταντίνος, Δρ. Πολιτικός Μηχανικός, Γ.Γ. ΕΔΑΒυΤ
Μαρτυρίες για επιρροές μυκηναϊκής οικοδομικής και αμυντικής τεχνολογίας στην Τροία VI περί το 1400 π.Χ.
Περίληψη. Σε κάθε περίοδο της Τροίας VI [Πρώιμη (1740/1730-1500π.Χ.), Μέση (1500-1400π.Χ.), Ύστερη (1400-1190/1180π.Χ.)] κατασκευάσθηκαν νέες ή ενισχύθηκαν οι οχυρώσεις της ακρόπολης. Τα ορατά σήμερα Τείχη ανήκουν στην Ύστερη VI, κατασκευάσθηκαν μεταξύ 1425(-)/1410-1400/1390π.Χ. σε νέα θέση οριζοντιογραφικά, έξω από την παλαιότερη οχύρωση (των περιόδων ΠρώιμηΜέση), και μόνον ένα τμήμα της Μέσης VI έχει διατηρηθεί στα ορατά Τείχη (Τμήμα 5). Περί το 1400/1390π.Χ. κατασκευάσθηκαν Προμαχώνες για προστασία όλων των Πυλών (VIV, VIU, VIT, VIS). Όπως υποστηρίζει και ο καθηγητής Klinkott, Αρχιτέκτονας της ομάδας ανασκαφής του Korfmann, αυτός ο αμυντικός σχεδιασμός ομοιάζει περισσότερο με την Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική και δεν έχει καμία ομοιότητα προς Συριακά, Μεσοποταμιακά και, ιδιαίτερα, Χεττιτικά παραδείγματα. Οι και σήμερα διατηρούμενοι Πύργοι, που θεωρούνταν «χαρακτηριστικό της Χεττιτικής αμυντικής Αρχιτεκτονικής», προσετέθησαν πολύ αργότερα (1250-1190/1180π.Χ.).
Έχω προτείνει ότι η Άλωση της Τροίας αποτυπώνεται στο συγκεκριμένο στρώμα, που ο Blegen χαρακτήρισε “απόθεση (Μυκηναϊκής κεραμικής παραχθείσης μία-με-δύο γενεές περί το 1400π.Χ.), η οποία προήλθε από εκτεταμένο ‘καθάρισμασπιτιού’, με συσσώρευση θραυσμάτων κατά την Τροία VIf-τέλος και απόθεσή τους την VIg-αρχή”. Έχω υποστηρίξει ότι το στρώμα αυτό δείχνει μη ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, με ενθρόνιση φιλο-Αχαϊκής δυναστείας, από τους νικητές.
Αμυντική Τεχνολογία με Προμαχώνες και Πύργους εμφανίζεται ήδη στην Ελλάδα από τις Λέρνα (2650-2100π.Χ.), Σύρο (2300-2100π.Χ.), Αίγινα (2200-2050π.Χ.) έως τις Μυκήνες και την Τίρυνθα (1400/1400(-)π.Χ.). Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται αρχαιολογικές μαρτυρίες και απόψεις των ανασκαφέων της Τροίας για επιρροές Μυκηναϊκής Αμυντικής και Οικοδομικής Τεχνολογίας στην Τροία (1425(-)/1410-1400/1390π.Χ.). Συγκεκριμένα, οι Προμαχώνες για προστασία των Πυλών, η αντισεισμική κατασκευή των Τειχών και των Οικιών της ακρόπολης, κ.ά., σε συνδυασμό με τη θεαματική αύξηση της ποσότητας αντικειμένων πολυτελείας καθημερινής ζωής μετά το 1400π.Χ. εντός της ακρόπολης της Τροίας είναι αρχαιολογικές μαρτυρίες συμβατές με υιοθέτηση Μυκηναϊκών Τεχνολογιών και τρόπου ζωής από μια φιλο-Αχαϊκή δυναστεία στην Τροία. Σημειώνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα μετά το 1570-1550π.Χ. έως περίπου το 1400π.Χ. το Χεττιτικό Βασίλειο είχε εξασθενήσει και είχε περιορισθεί σημαντικά μόνο στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας περί τη Χαττούσα, συνεπώς δεν μπορούσε τότε να επηρεάσει τη δυτική Μικρά Ασία και το αμυντικό σύστημα της Τροίας.
Γιαννόπουλος Θεόδωρος, Επίκουρος Καθηγητής, Σχολή Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Η Στρατιωτική τεχνολογία στα τέλη της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο: Οι ταφές πολεμιστών της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και η σχέση τους με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων
Περίληψη. Η παρούσα εργασία, η οποία εντάσσεται στη Θεματική Ενότητα «Στρατιωτική Τεχνολογία», έχει διττό στόχο. Καταρχάς, θα επιχειρήσει να αναδείξει την πολύπλευρη σημασία που έχουν για τη μελέτη της ύστερης ελληνικής/αιγαιακής προϊστορίας ορισμένες καινοτομίες στη στρατιωτική τεχνολογία του τέλους της Μυκηναϊκής Εποχής (του ύστερου 13ου και 12ου αιώνα π.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή εμφανίζονται στην ηπειρωτική Ελλάδα και στο Αιγαίο νέοι τύποι όπλων με κεντροευρωπαϊκή, ιταλική και βαλκανική προέλευση. Μεταξύ αυτών, κεντρική θέση κατέχουν τα ξίφη νύξης και κοπής Naue II, τα οποία βαθμιαία αντικαθιστούν τα παλαιότερα μυκηναϊκά ξίφη, επιφέροντας ουσιώδεις αλλαγές στον τρόπο μάχης. Η εμφάνιση της νέας στρατιωτικής τεχνολογίας στο Αιγαίο έχει συνδεθεί στην έρευνα με την περίοδο της μεγάλης κρίσης που έπληξε την ανατολική Μεσόγειο περί το 1200 π.Χ., οδηγώντας στην κατάρρευση τα μυκηναϊκά ανάκτορα, καθώς και άλλα βασίλεια της εποχής. Υπό αυτό το πρίσμα, έχει υποστηριχθεί η διασύνδεση των νέου τύπου όπλων με τους Λαούς της Θαλάσσης, καθώς και με ξένους μισθοφόρους στην υπηρεσία των μυκηναϊκών ανακτόρων. Εντούτοις, η μεγαλύτερη συγκέντρωση των συγκεκριμένων όπλων στο Αιγαίο δεν απαντά στις επικράτειες των ανακτόρων, αλλά στις λεγόμενες ταφές πολεμιστών του 12ου αιώνα π.Χ. στη βορειοδυτική Πελοπόννησο και ιδίως στην Αχαΐα. Η παρούσα συμβολή επιχειρεί να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο διατυπώνοντας μια νέα ιστορική ερμηνεία των εν λόγω ταφών πολεμιστών που αφορά τη σχέση τους με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων. Ο δεύτερος στόχος της παρούσας εργασίας είναι να υποστηρίξει ότι οι υπό εξέταση τεχνολογικές εκφάνσεις του παρελθόντος ενέχουν και μια επιπλέον θεωρητική διάσταση που συνδέεται τόσο με την ιστορική-αρχαιολογική μελέτη τους όσο και με τη σύγχρονη πρόσληψή τους. Καταδεικνύουν, δηλαδή, ότι ενίοτε οι τεχνολογικές καινοτομίες συνδέονται με διαδικασίες ευρείας διαπολιτισμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ πολλών διαφορετικών πολιτισμών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συνεισφορά μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής ομάδας, π.χ. του αιγαιακού ή ελληνικού πολιτισμού, μπορεί να συνίσταται όχι τόσο στην αρχική επινόηση όσο στη γόνιμη οικειοποίηση και περαιτέρω ανάπτυξη των τεχνολογικών καινοτομιών.
Μπάκας Σπυρίδων, Αρχαιολόγος, Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας, Πολωνία,
Κατσίκης Δημήτριος, Αρματοποιός αρχαίων όπλων, MSc, Πανεπιστήμιο Wageningen, Ολλανδία
Πανοπλία των Δενδρών. Προσεγγίσεις στην επιχειρησιακή της λειτουργία
Περίληψη. Η πανοπλία των Δενδρών, που ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή Paul Åström και τον Δρ. Νικόλαο Βερδελή στον τάφο 12 στην ακρόπολη της Μιδέας στην Αργολίδα, χρονολογείται στην Υστεροελλαδική Περίοδο ΙΙΒ. Αναγνωρισμένη ως το πρώτο πλήρες σετ θωράκισης σώματος που έχει βρεθεί στα αρχαιολογικά δεδομένα, εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργικότητα και τις συνθήκες υπό τις οποίες ο πολεμιστής θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει. Αυτή η μελέτη εστιάζει στη διερεύνηση των κατασκευαστικών παραμέτρων και των τεχνικών ικανοτήτων της πανοπλίας των Δενδρών στο πεδίο της μάχης. Ενώ οι Åström και Βερδελής παρέχουν την κύρια βάση πληροφοριών, η μελέτη εμπλουτίζεται από νεότερες ακαδημαϊκές έρευνες πάνω στο θέμα. Για να κατανοηθούν καλύτερα οι λειτουργικές ιδιότητες και η αποτελεσματικότητα της πανοπλίας, πραγματοποιήθηκε σειρά πειραμάτων που περιλάμβαναν την ανακατασκευή ενός αντιγράφου και τη δοκιμή του τόσο από πλευράς κινητικής λειτουργίας όσο και σε συνδυασμό με διάφορα όπλα. Η έρευνα προτείνει ότι αυτός ο τύπος θωράκισης προοριζόταν για χρήση από το πεζικό, με κύριο όπλο το δόρυ, ενώ η επιτυχής επιχειρησιακή του δράση απαιτούσε τη συνεργασία ελαφρύτερων μονάδων. Παράλληλα, υπογραμμίζεται η ανάγκη για ανοιχτό πεδίο μάχης, καθώς η πανοπλία καθιστά την κίνηση σε στενούς χώρους δύσκολη, ενώ η ικανότητα του πολεμιστή να χρησιμοποιεί την πανοπλία πάνω σε άρμα παραμένει αμφίβολη.
Μπέλλας Ιωάννης, Δρ. Αρχαιολόγος, ΑΠΘ
Το Τόξο: Ένα έξυπνο όπλο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Χρήση, κατασκευή και ιδιότητες
Περίληψη. Το τόξο υπήρξε ένα όπλο με ιδιαίτερη εξάπλωση στον αρχαίο ελληνικό κόσμο παρά το γεγονός ότι δεν ήταν αποδεκτό από ιδεολογικής πλευράς, καθώς το βασικό του πλεονέκτημα, η βολή από μακριά, αντέκειτο στο ιδεώδες της ανδρείας όπως αυτό περιγράφεται στον Όμηρο. Παρόλα αυτά χρησιμοποιήθηκε τόσο στον πόλεμο ως το βασικότερο όπλο των ψιλών, όσο και στο κυνήγι. Το όλον όπλο είναι ένα σύνολο τριών αντικειμένων: του τόξου που αποτελεί το κυρίως όπλο και δύο παρελκόμενων, της φαρέτρας και των βελών, που αποτελούν την τοξευτική σκευή. Στον ελλαδικό χώρο τα κατάλοιπα του τόξου πέραν βέβαια των αιχμών των βελών είναι πολύ σπάνια, οπότε τα οποιαδήποτε συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν κυρίως από τη μελέτη των αρχαίων κειμένων και της εικονογραφίας καθώς και από κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί σε άλλες περιοχές και μπορούν να παρέχουν πληροφορίες, δεδομένου ότι το όπλο δεν διέφερε σημαντικά. Τι είδους τόξα όμως χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες; Ποια ήταν τα μέρη του και από τι υλικά είναι φτιαγμένα και εν τέλει πώς τα κατασκεύαζαν; Υπήρχε μαζική παραγωγή τόξων ή αποτελούσε ένα πιο πολυτελές όπλο με εξειδικευμένη ικανότητα; Από την εξέταση των πηγών και της εικονογραφίας φαίνεται ότι το τόξο σταδιακά από τον 7ο αι. π.Χ. και μετά άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και πιο πολύ σε πολεμικά γεγονότα και να αποσυνδέεται από το «αριστοκρατικό» κυνήγι. Με αποκορύφωμα βέβαια την ελληνιστική περίοδο κατά την οποία η τοξευτική διδασκόταν πλέον στα γυμνάσια. Η σταδιακή αυτή εδραίωση του τόξου ως όπλο δεν εξάλειψε βέβαια την προκατάληψη των Ελλήνων απέναντί του, όπως αυτή φαίνεται τουλάχιστον από τη μαρτυρία του Παυσανία, ότι από τους Έλληνες μόνο οι Κρήτες το χρησιμοποιούσαν ευρέως.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Σ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ [Πολιτικός Μηχανικός, διπλ. ΕΜΠ, Δρ. ΑΠΘ, Εταίρος/Fellow της Αμερικανικής Εταιρείας Πολιτικών Μηχανικών (ASCE)]: “ηγέτης στον τομέα της σιδηροδρομικής μηχανοτεχνίας/engineering, με πρωτοποριακή έρευνα στο σύστημα σκύρο-στρωτήρας με τους συνδέσμους” (απόσπασμα από το ASCE-news Nov. 2012, που αναγγέλλει την εκλογή του ως Εταίρου της ASCE το 2010).
Με περισσότερα από 20 έτη έρευνας που περιλαμβάνει εργαστηριακές δοκιμές, επί-του-πεδίου έρευνες και θεωρητικές αναλύσεις για: (α) υπολογισμό των δράσεων επί σιδηροδρομικής γραμμής, σκυρογραμμής και σταθερής επιδομής, και των συνεπακόλουθων βυθίσεων, (β) καθορισμό της μάζας γραμμής που συμμετέχει στην κίνηση των Μη-Ανηρτημένων Μαζών των σιδηροδρομικών οχημάτων και (γ) την πρόβλεψη της ρύπανσης του σκύρου για συγκεκριμένους τύπους στρωτήρων από σκυρόδεμα. Όλες οι θεωρητικές προσεγγίσεις του έχουν επαληθευθεί από παρατηρήσεις και μετρήσεις σε σιδηροδρομικές γραμμές υπό κυκλοφορίαν. Έχει πολυάριθμες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και πρακρικά συνεδρίων∙ έχει συμμετάσχει σε αρκετές επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την περίοδο 1999-2001, ως εκπρόσωπος της Ελλάδος, συμμετείχε στην σύνταξη των Τεχνικών Προδιαγραφών Διαλειτουργικότητος/TSI’s, για τις σιδηροδρομικές υποδομές υψηλών ταχυτήτων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπέγραψε το επίσημο κείμενο.
Από το 1998 έως το 2002 διετέλεσε Γενικός Συντονιστής στην ομάδα Υψηλών Ταχυτήτων για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, της Διεθνούς Ένωσης Σιδηροδρόμων/UIC και από το 2002 έως το 2006 ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος (2002-2003) και Πρόεδρος (2003-2004) του ΟΣΕ (της περιόδου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 2004 συμπεριλαμβανομένης). Υπήρξε επισκέπτης/εντεταλμένος καθηγητής της σιδηροδρομικής μηχανοτεχνίας/engineering στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, στο Βόλο, την περίοδο 2007-2014. Επί πλέον διδάσκει από το 2002 στο διατμηματικό μεταπτυχιακό τμήμα των Μεταφορών του ΑΠΘ/Πολυτεχνική Σχολή και υπήρξε σύμβουλος σε διάφορες Ελληνικές και διεθνείς τεχνικές εταιρείες από το 2006 μέχρι σήμερα.
Από το 2010 είναι μέλος των Επιτροπών AR050 & AR060 για το σχεδιασμό και τη συντήρηση των σιδηροδρόμων, του Transportation Research Board/TRB (το TRB είναι μέλος των Ακαδημιών Επιστημών των ΗΠΑ). Έχει επιλεγεί δύο φορές (2011 και 2012) ως εξέχων κριτής του περιοδικού Journal of Transportation Engineering της ASCE. Είναι Κριτής (Reviewer), Mέλος Εκδοτικών Ομάδων και Επιστημονικών Επιτροπών σε Επιστημονικά Περιοδικά και Συνέδρια του τομέα του∙ ως προσκεκλημένος Eκδότης του International Journal of Pavement Engineering/IJPE, εξέδωσε την ειδική έκδοση/τεύχος του περιοδικού για τη Σιδηροδρομική Υποδομή Υψηλών Ταχυτήτων, που κυκλοφόρησε το 2010. Έχουν δημοσιευθεί σε θέματα του Τομέα του Πολιτικού Μηχανικού: (α) εκατόν δέκα (110) άρθρα του σε Επιστημονικά Περιοδικά και Πρακτικά Συνεδρίων με κριτές, (β) οκτώ βιβλία του και (γ) έχει συμμετοχή σε συγγραφή Κεφαλαίων σε ακόμη έξη βιβλία.
Τα ενδιαφέροντά του ως ερευνητού συμπεριλαμβάνουν την Αρχαιολογία της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και την Τεχνολογία της αρχαίας Ελλάδος, είναι δε Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Διερεύνησης της Αρχαιοελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας/ΕΔΑΒυΤ και μέλος της εταιρείας ΑΙΓΕΥΣ για το Προϊστορικό Αιγαίο και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αρχαιολόγων/ΕΑΑ. Επτά (7) αρχαιολογικά άρθρα του έχουν γίνει αποδεκτά και δημοσιευθεί σε αρχαιολογικά επιστημονικά Περιοδικά και εκδόσεις (ΤΑΛΑΝΤΑ, BAR series), ειδικά επιστημονικά Περιοδικά (Elsevier, Procedia) και Συνέδρια (στα Πρακτικά τους), μετά από κρίση. Το βιβλίο του, «Αιγαιακού Τύπου Ξίφος και Ευρήματα στη Χαττούσα – Τεχνολογία, Πηγές και Χρονολόγηση του Τρωικού Πολέμου» (στην αγγλική γλώσσα), δημοσιεύθηκε το 2012, από τον εκδοτικό οίκο Lambert Academic Publishing, στη Γερμανία. Η ελληνική (προσαυξημένη) έκδοση του βιβλίου “Τεχνολογία, Πηγές και Χρονολόγηση του Τρωικού Πολέμου” κυκλοφόρησε το 2016, από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Τα άρθρα του μπορούν να «κατέβουν», στα website του, Academia.edu, ResearchGate και Mendeley.