





















































Παπαχρίστου Κωνσταντίνος
Παπακωνσταντίνου Λήδα
Μποκόρος Χρήστος
Βασλαματζή Εύα
Γλώσσα
Ελληνική
Ημερομηνία
12/04/2025
Διάρκεια
00:58:22
Εκδήλωση
Έκθεση "1967 -1974. ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ. ΖΩΗ - ΤΕΧΝΗ - ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ"
Χώρος
Μέγαρο Εϋνάρδου
Διοργάνωση
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Κατηγορία
Τέχνες / Πολιτισμός, Πολιτική
Ετικέτες
χούντα, κουλτούρα, τέχνη, προπαγάνδα, δικτατορία, Επταετία, γκαλερί Ώρα
Η «Ώρα» αποτέλεσε ένα καταφύγιο πολιτισμού και ελεύθερης σκέψης στα χρόνια της Δικτατορίας, αλλά και μια πρωτοποριακή γκαλερί με τεράστια προσφορά σε όλους τους τομείς της πνευματικής δημιουργίας κατά τα χρόνια που ακολούθησαν. Βασισμένη στην αγωνιστική, πρωτοποριακή και πάνω από όλα δημοκρατική σκέψη του Ασαντούρ Μπαχαριάν, η «Ώρα» υπήρξε καθοριστική για πολλούς νέους καλλιτέχνες που εξέθεσαν για πρώτη φορά εκεί, όπως επίσης και ένα ελεύθερο βήμα πνευματικής έκφρασης. Μίλησαν οι: Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, ιστορικός τέχνης, Λήδα Παπακωνσταντίνου, καλλιτέχνις, Χρήστος Μποκόρος, ζωγράφος. Την επιμέλεια της εκδήλωσης και το συντονισμό είχε η Εύα Βασλαματζή, επιμελήτρια της συλλογής του ΜΙΕΤ.
Στο πλαίσιο της έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σε συνεργασία με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και το Αρχείο της ΕΡΤ, όπου παρουσιάστηκαν τεκμήρια και έργα τέχνης που απόκεινται στις πλούσιες συλλογές τους και τα οποία αποτυπώνουν γλαφυρά όχι τόσο την ιστορία της περιόδου όσο την ιδεολογική περιπέτεια της νεοελληνικής κοινωνίας τα ταραγμένα εκείνα χρόνια, με απώτερο στόχο τη βαθύτερη κατανόηση, την αυτογνωσία της δικής μας, μεταπολιτευτικής κοινωνίας.
Η δικτατορία 1967–1974 επέφερε βαθύτατες αλλαγές στον ιστό της χώρας, ανατρέποντας και τελικά αναδιαμορφώνοντας και ανανεώνοντας τα έως τότε πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Υπήρξε όμως και μια περίοδος με βαθύτατο αντίκτυπο στο ιδεολογικό υπόβαθρο και το πολιτιστικό παράδειγμα της ελληνικής κοινωνίας.
Στα χρόνια εκείνα το πλειοψηφικό δημοκρατικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας βίωνε την καθημερινότητα με τρόπο διττό. Από τη μια, η ζωή προχωρούσε με τους θεσμούς και τις κρατικές δομές υπό τον έλεγχο της χούντας, με το κράτος ως κυρίαρχη απειλή και με την αστυνομία, τη χωροφυλακή και τον στρατό να καιροφυλακτούν διαρκώς. Από την άλλη, απέναντι σε αυτή την αίσθηση διαρκούς ελέγχου θριάμβευε η σιωπηλή και συνθετική σκέψη, η σταθερή εναντίωση στη βαρβαρότητα, τη χυδαιότητα, την αυθαιρεσία.
Έτσι αναπτύχθηκαν, σχεδόν αμέσως, δύο αντίθετες κουλτούρες. Η μια ήταν η κουλτούρα της αδέσμευτης σκέψης, της τέχνης, της άμεσης και έμμεσης αντίστασης, η οποία μέσω της λογοτεχνίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου και της εικαστικής δημιουργίας αγωνιζόταν να διασώσει το δημιουργικό και κριτικό πνεύμα. Η άλλη ήταν η μάσκα της χουντικής βαρβαρότητας, η οποία μέσω της κρατικής προπαγάνδας, φιλολαϊκών οικονομικών μέτρων και ενός χυδαίου δήθεν πατριωτισμού επί στείρων αντικομμουνιστικών βάσεων πρόβαλλε την ελαφρότητα ως τέχνη και ως εφόδιο για την προοπτική της χώρας.
Η εντεινόμενη αντιπαράθεση των δύο αυτών ιδεολογικών τάσεων θα οδηγήσει σταδιακά σε ζυμώσεις που θα βοηθήσουν την ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει το ασφυκτικό μετεμφυλιακό πλαίσιο και να συγκροτήσει μια νέα νοοτροπία, η οποία, με την πτώση της χούντας, θα σφραγίσει την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Η δικτατορία μετά την πτώση της θα κληροδοτήσει στη δημοκρατία αναπόφευκτα την άκριτη εμμονή στην κουλτούρα της αντίστασης, αλλά και την ανοχή στην πεζότητα της δημόσιας χουντικής κουλτούρας. Η ροή της δημοκρατικής πλέον ζωής θα πάψει να ανανεώνεται από την έμμεση, συγκαλυμμένη έκφραση ιδεών, και η πραγματικότητα θα αποκτήσει σταδιακά ένα πρόσωπο αντιληπτό απ’ όλους. Η χούντα θα αποτελέσει παρελθόν, έχοντας αφήσει πίσω της την καταστροφή της Κύπρου, ίχνη βαρβαρότητας αποτυπωμένα στα σώματα και στις ψυχές όσων βασανίστηκαν, αλλά και ίχνη ανοχής στη βαρβαρότητα εμπεδωμένα στη νοοτροπία της χώρας.
O Κωνσταντίνος Παπαχρίστου γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1974 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ιστορία της τέχνης στην École des Hautes Études en Sciences Sociales στο Παρίσι και οργάνωση εκθέσεων στη Σχολή του Λούβρου. Από το 2003 εργάζεται στο Μουσείο Μπενάκη και είναι υπεύθυνος του νεότερου παραραρτήματός του, της Πινακοθήκης Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα.
Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης.
Ο Χρήστος Μποκόρος γεννήθηκε το 1956 στο Αγρίνιο. Εκεί έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Έφυγε δεκαεννέα χρονών για να σπουδάσει Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στην Κομοτηνή (1975-1979). Μετά τις σπουδές του Δικαίου κι ένα μεσοδιάστημα αναποφάσιστου προβληματισμού, βρέθηκε στη Ανώτατη Σχολή των Καλών Τεχνών της Αθήνας (1983-1989). Ζωγράφιζε από παιδί, άρχισε να εκθέτει στη δεκαετία του ’80. Στο εργαστήριο της οδού Καλλιδρομίου, στον λόφο του Στρέφη, έγιναν τα έργα της μαθητείας στο πραγματικό. Τη δεκαετία του ’90 στην οδό Αριστοδήμου, στον Λυκαβηττό, αποπειράται να εικονοποιήσει την κοινή μνήμη και πειρασμούς του αoράτου, το φως και το σκοτάδι. Μετά το 2000 κατεβαίνει στην Καστέλλα όπου ζει και εργάζεται έκτοτε. Το 2004, με το Αδιάβαστο Δάσος, άγγιξε το αγκάθι της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου. Το 2013 παρουσίασε τα στοιχειώδη στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς, προτείνοντας μια λιτή ευημερία, μια επανεύρεση του μέτρου στην καθημερινή μας ζωή και το 2016 τις όψεις αδήλων, μια αναδρομική έκθεση έργων της τριαντάχρονης πορείας του. Δύο αιώνες μετά τον ξεσηκωμό του 1821, επανήλθε στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού με τη Γιορτή.
Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη και σε ιδιωτικές συλλογές. Εκτός από τη ζωγραφική έχει ασχοληθεί και με τη σκηνογραφία. Έχει διακριθεί σε διεθνείς διοργανώσεις για το έργο του και σε συνεδρίαση της Ρωσικής Ακαδημίας των Τεχνών τον Δεκέμβριο του 2016 αναγορεύτηκε επίτιμο μέλος της.