Bodossaki Lectures on Demand
ΙΔΡΥΜΑ ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ

1986/2001: Η αναθεώρηση της πολιτικής

Παπανικολάου Κυριάκος

15 Δεκεμβρίου 2012

ΟΜΙΛΙΕΣ
EXIT FULL SCREEN
ΔΙΑΡΚΕΙΑ 21:44 ΠΡΟΒΟΛΕΣ 2400

Η εισήγηση αυτή έγινε κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου «Μεταπολίτευση: Από τη μετάβαση στη δημοκρατία στην οικονομική κρίση;» στο πλαίσιο της θεματικής ενότητας "Κράτος και δημόσιες πολιτικές".

Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις αποκρυσταλλώνουν χαρακτηριστικά πολιτικά αιτήματα των ιστορικών περιόδων τις οποίες επισφραγίζουν. Η μεταπολιτευτική περίοδος μπορεί να διακριθεί σε υποπεριόδους, οι οποίες αποτελούν τμήματα της σύγχρονης συνταγματικής ιστορίας μας καθοριζόμενα σε αναφορά προς συγκεκριμένες αναθεωρητικές πρωτοβουλίες, τελεσφόρους ή μη. Ιδρυτική πράξη της μεταπολιτευτικής συνταγματικής περιόδου αποτελεί η εισαγωγή του Συντάγματος του 1975, το οποίο θεωρείται ότι λειτούργησε ως ασφαλές πλαίσιο της πολιτικής ομαλότητας στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Το αρχικό κείμενο του Συντάγματος αναθεωρήθηκε τρεις φορές (Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008). Η συγκριτική μελέτη των αναθεωρήσεων του 1986 και του 2001 παρέχει μια προνομιακή οδό κατανόησης των μετασχηματισμών της πολιτικής κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Το κοινό στοιχείο των δύο αναθεωρήσεων είναι ότι αυτές ολοκληρώθηκαν σύμφωνα με την προβλεπόμενη συνταγματική διαδικασία, επιβεβαιώνοντας την αβίαστη υπαγωγή της διαμόρφωσης των όρων της πολιτικής στους σταθερούς κανόνες ενός αυστηρού κανονιστικού πλαισίου.
 

Κατά τα λοιπά, όμως, σημαντικές διαφορές χωρίζουν τις δύο αναθεωρήσεις, συμπυκνώνοντας ταχείες μεταβολές της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας. Η αναθεώρηση του 1986 ήταν στραμμένη στην εσωτερική κατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ άμεσων οργάνων του κράτους, και ειδικότερα μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Κυβέρνησης και της Βουλής. Η κατάργηση ή μετάθεση των λεγόμενων «υπερεξουσιών» του Προέδρου είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του Πρωθυπουργού σε κεντρικό παράγοντα λειτουργίας του πολιτεύματος. Ο πρωθυπουργοκεντρισμός, που εδραιώθηκε και κανονιστικά με την αναθεώρηση, βασίσθηκε στον κατά κανόνα έλεγχο από το ίδιο πρόσωπο της Βουλής και της Κυβέρνησης σε εκλογικά περιβάλλοντα ευνοϊκά για την αυτοδυναμία αυστηρά πειθαρχημένων πολιτικών κομμάτων («πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός»), εξασθενώντας τη δυναμική του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η επικέντρωση στην κατανομή της πολιτικής εξουσίας επισφραγίζει μια περίοδο κατά την οποία η πολιτική διεκδικεί το όλον της εξουσίας και το Σύνταγμα μοιραία ρυθμίζει τη διεκδίκησητης πολιτικής εξουσίας. Οι εκλογές, στο παραπάνω περιβάλλον, αποτελούν το «όλα ή τίποτα» παίγνιο αυτής της διεκδίκησης από τα πολιτικά κόμματα και εν τέλει από ηγετικά πρόσωπα.
 

Αυτός ο πολιτικός ορίζοντας της αναθεώρησης του 1986 είχε ατονήσει σημαντικά το 2001. Η διεκδικητική διάσταση της πολιτικής έδωσε σε σημαντικό βαθμό τη θέση της σε έναν επιλεκτικό αυτοπεριορισμό της. Το κέντρο βάρους πλέον δεν ήταν η κατανομή της πολιτικής εξουσίας αλλά η οριοθέτησή της έναντι άλλων παραγόντων εκτός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Τα κύρια πολιτικά χαρακτηριστικά της αναθεώρησης του 2001 ήταν ο συναινετικόςκαι ο βεβαιωτικός χαρακτήρας της. Η σοβαρή ανταγωνιστικότητα μεταξύ των μετεχόντων στην αναθεωρητική διαδικασία πολιτικών κομμάτων έλειψε, καθώς ευρείες συναινέσεις διαμορφώθηκαν. Αυτή η ομόνοια των πολιτικών παραγόντων της αναθεώρησης ενδεικνύει την εν πολλοίς κοινή αντίληψή τους για την πολιτική εξουσία και τα όριά της. Αυτή η αντίληψη υπονοείται από τον βεβαιωτικό χαρακτήρα της αναθεώρησης. Με αυτήν σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώθηκαν αναβιβαζόμενες στο συνταγματικό επίπεδο ερμηνευτικές θέσεις της δικαστικής εξουσίας καθώς και ρυθμίσεις ευρωπαϊκής ή διεθνούς προέλευσης. Η πολιτική εξουσία δηλαδή, κατά τη στιγμή της ύψιστης έκφρασής της, είτε αποδέχθηκε κάποια όριά της, τα οποία δεν προέκυπταν από το συνταγματικό κείμενο που χρειάστηκε να αναθεωρηθεί, είτε αναγνώρισε την αναπόφευκτη πλήρωση χώρων του πολιτικού από πηγές εκτός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτή η στάση συμπληρώνεται με την εκχώρηση ορισμένων πεδίων, έστω και δικαιοκρατούμενων, από την πολιτική ευθύνη των υπουργών στην αρμοδιότητα ανεξάρτητων αρχών.
 

Αυτές οι – υπόρρητες έστω – ομολογίες μιας εκτεταμένης αναθεώρησης συνάδουν με την κύρια αντίληψη της πολιτικής ως (τεχνοκρατικής) διαχείρισης πόρων και δεδομένων προς κοινά αποδεκτούς σκοπούς εθνικής ή ήσσονος εμβέλειας, η οποία φαίνεται να επικρατεί τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Αυτή η αντίληψη βασίζεται σε μια προϊούσα εκνομίκευση και πάντως εξαντικειμενίκευση της πολιτικής, η οποία είναι απόρροια σημαντικών ιστορικών επιλογών της μεταπολίτευσης. Μεταξύ αυτών διακρίνουμε ενδεικτικά δύο: (α) Τον τρόπο συμμετοχής στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία γίνεται κατά κανόνα αντιληπτή ως ένα αμετάθετο και αδιάλλακτο σε πολιτικές επιλογές όριο, που δεν εξαρτάται από εμάς. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμη και όταν οι οδηγίες αποτελούσαν το κύριο νομοθετικό μέσο της Κοινότητας, οι ελληνικές αρχές σπάνια αξιοποίησαν τα εξ ορισμού περιθώρια προσαρμογής• (β) Η επικράτηση για μεγάλες περιόδους ενός καταγγελτικού λόγου περί παρανομιών των πολιτικών αντιπάλων αντί ενός μαχητικού λόγου πολιτικών επιχειρημάτων. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν η επικέντρωση της πολιτικής ζωής, για μεγάλο διάστημα, σε σχετικές ποινικές διαδικασίες.
 

Ο Νόμος, αντί για όρο και όριο της πολιτικής, έχει σε σημαντικό βαθμό καταστεί υποκατάστατό της. Δεν είναι τυχαία η πληθωρική προσφυγή στο Σύνταγμα για την ανεύρεση απαντήσεων επί ζητημάτων που θα μπορούσαν να αποτελούν αντικείμενο πολιτικού διαλόγου και αντιπαράθεσης και η επανειλημμένη αναφορά στην ανάγκη νέων αναθεωρητικών πρωτοβουλιών. Η πολιτική, όμως, δεν μπορεί πλέον να υποχωρεί στους καιρούς που οι «αντικειμενικότητες» (οικονομία, Ευρώπη) δοκιμάζονται.

Παπανικολάου Κυριάκος Λέκτορας, Νομική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Σχετικές ομιλίες